- φυσιολόγου
- φυσιόλογοςone who inquires into natural causes and phenomenamasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παυλωφιανοί — και παυλοφιανοί, οι ιατρ. οι οπαδοί τής θεωρίας τών εξαρτημένων ανακλαστικών τού Ρώσου φυσιολόγου Πάβλοφ, που δίνει ερμηνεία τής συμπεριφοράς τών ζώων και τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pavlovian, από το όν. τού Ρώσου φυσιολόγου Ivan Pavlov] … Dictionary of Greek
θεβεσιανός — ή, ό ανατ. 1. φρ. «θεβεσιανή βαλβίδα» μηνοειδής πτυχή στο στόμιο τής εκβολής τού στεφανιαίου κόλπου στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. φρ. «θεβεσιανά τρήματα» μικρότατα στόμια καρδιακών φλεβών πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς … Dictionary of Greek
πειρεσκία — και πεϊρεσκία, η βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών κακτιδών, τού οποίου ένα είδος καλλιεργείται σε θερμοκήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. peireskia, από το όνομα τού Γάλλου φυσιολόγου de Peiresc] … Dictionary of Greek
περνεττύα — η, Ν βοτ. θάμνος με βλεφαριδωτά φύλλα και μικρά λευκά ή ρόδινα άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pernettya, από το όνομα τού Γάλλου φυσιολόγου Α. J. Pernetty) … Dictionary of Greek
ρολάνδειος — α, ο, Ν 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «ρολάνδειο φύμα» ή «φαιό φύμα» ανατ. έπαρμα με μορφή φαιάς στήλης στην οπίσθια επιφάνεια τού προμήκους μυελού β) «ρολάνδεια αύλακα» ή «κεντρική αύλακα» μεσολόβια αύλακα στην… … Dictionary of Greek
σωσσυρίτης — ο, Ν (ορυκτ.) συμπαγές συσσωμάτωμα ορυκτών, το οποίο σχηματίζεται από την εξαλλοίωση τών πλαγιοκλάστων, στους γάββρους και στους νορίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saussurite, από το όν. τού Ελβετού φυσιολόγου και φυσικού Η. Benedict de Saussure] … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Μόριτς — (Moriz Wagner, 1813 1887). Γερμανός εθνολόγος, αδελφός του φυσιολόγου Ροδόλφου Βάγκνερ. Ασχολήθηκε με την επιστήμη της εθνολογίας και έκανε πολλά επιστημονικά ταξίδια στη Β Αφρική, τον Καύκασο, την Αρμενία, το Κουρδιστάν, την Περσία, τον Καναδά,… … Dictionary of Greek
Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… … Dictionary of Greek